- επιδοματικός
- -ή, -όπου ανήκει ή αναφέρεται στα επιδόματα: Η επιδοματική πολιτική της κυβέρνησης.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.